Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αὐτόστονος
αὐτοσφαγής
αὐτοσχεδιάζω
αὐτοσχεδίασμα
αὐτοσχεδιαστής
αὐτοσχέδιος
αὐτοσχεδόν
αὐτοτέλεστος
αὐτοτελής
αὐτότοκος
αὐτοτραγικός
αὐτοτροπήσας
αὐτοῦ
αὐτουργέω
αὐτούργητος
αὐτουργία
αὐτουργός
αὐτόφι
αὐτόφλοιος
αὐτοφόνος
αὐτοφόντης
View word page
αὐτοτραγικός
αὐτοτραγικός arrant tragic, Dem.

ShortDef

arrant tragic

Debugging

Headword:
αὐτοτραγικός
Headword (normalized):
αὐτοτραγικός
Headword (normalized/stripped):
αυτοτραγικος
IDX:
5673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5676
Key:
au)totragiko/s

Data

{'content': 'αὐτοτραγικός\n arrant tragic, Dem.', 'key': 'au)totragiko/s'}