Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αὐτοσίδηρος
αὐτός
αὐτόσσυτος
αὐτοσταδίη
αὐτόστολος
αὐτόστονος
αὐτοσφαγής
αὐτοσχεδιάζω
αὐτοσχεδίασμα
αὐτοσχεδιαστής
αὐτοσχέδιος
αὐτοσχεδόν
αὐτοτέλεστος
αὐτοτελής
αὐτότοκος
αὐτοτραγικός
αὐτοτροπήσας
αὐτοῦ
αὐτουργέω
αὐτούργητος
αὐτουργία
View word page
αὐτοσχέδιος
αὐτοσχέδιος hand to hand, αὐτοσχεδίηι (sc. μάχηι) in close fight, in the fray, Il.: αὐτοσχεδίην as adv., = αὐτοσχεδόν, Hom. off-hand, of an improvisatore, Hhymn.

ShortDef

hand to hand

Debugging

Headword:
αὐτοσχέδιος
Headword (normalized):
αὐτοσχέδιος
Headword (normalized/stripped):
αυτοσχεδιος
IDX:
5668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5671
Key:
au)tosxe/dios

Data

{'content': 'αὐτοσχέδιος\n hand to hand, αὐτοσχεδίηι (sc. μάχηι) in close fight, in the fray, Il.: αὐτοσχεδίην as adv., = αὐτοσχεδόν, Hom.\n off-hand, of an improvisatore, Hhymn.', 'key': 'au)tosxe/dios'}