Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αὐτόσε
αὐτοσίδηρος
αὐτός
αὐτόσσυτος
αὐτοσταδίη
αὐτόστολος
αὐτόστονος
αὐτοσφαγής
αὐτοσχεδιάζω
αὐτοσχεδίασμα
αὐτοσχεδιαστής
αὐτοσχέδιος
αὐτοσχεδόν
αὐτοτέλεστος
αὐτοτελής
αὐτότοκος
αὐτοτραγικός
αὐτοτροπήσας
αὐτοῦ
αὐτουργέω
αὐτούργητος
View word page
αὐτοσχεδιαστής
αὐτοσχεδιαστής From αὐτοσχέδιος one who acts or speaks offhand: a raw hand, bungler, Lat. tiro, Xen.

ShortDef

one who improvises

Debugging

Headword:
αὐτοσχεδιαστής
Headword (normalized):
αὐτοσχεδιαστής
Headword (normalized/stripped):
αυτοσχεδιαστης
IDX:
5667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5670
Key:
au)tosxediasth/s

Data

{'content': 'αὐτοσχεδιαστής\n From αὐτοσχέδιος\n one who acts or speaks offhand: a raw hand, bungler, Lat. tiro, Xen.', 'key': 'au)tosxediasth/s'}