Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αὐτόπτης
αὐτοπώλης
αὐτοπωλικός
αὐτόρριζος
αὐτόρρυτος
αὐτόσε
αὐτοσίδηρος
αὐτός
αὐτόσσυτος
αὐτοσταδίη
αὐτόστολος
αὐτόστονος
αὐτοσφαγής
αὐτοσχεδιάζω
αὐτοσχεδίασμα
αὐτοσχεδιαστής
αὐτοσχέδιος
αὐτοσχεδόν
αὐτοτέλεστος
αὐτοτελής
αὐτότοκος
View word page
αὐτόστολος
αὐτόστολος στέλλω self-sent, going or acting of oneself, Soph., Anth.

ShortDef

self-sent, going

Debugging

Headword:
αὐτόστολος
Headword (normalized):
αὐτόστολος
Headword (normalized/stripped):
αυτοστολος
IDX:
5662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5665
Key:
au)to/stolos

Data

{'content': 'αὐτόστολος\n στέλλω\n self-sent, going or acting of oneself, Soph., Anth.', 'key': 'au)to/stolos'}