Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αὐτοπρόσωπος
αὐτόπτης
αὐτοπώλης
αὐτοπωλικός
αὐτόρριζος
αὐτόρρυτος
αὐτόσε
αὐτοσίδηρος
αὐτός
αὐτόσσυτος
αὐτοσταδίη
αὐτόστολος
αὐτόστονος
αὐτοσφαγής
αὐτοσχεδιάζω
αὐτοσχεδίασμα
αὐτοσχεδιαστής
αὐτοσχέδιος
αὐτοσχεδόν
αὐτοτέλεστος
αὐτοτελής
View word page
αὐτοσταδίη
αὐτοσταδίη ἵσταμαι a stand-up fight, close fight, ἔν γʼ αὐτοσταδίηι Il.

ShortDef

a stand-up fight, close fight

Debugging

Headword:
αὐτοσταδίη
Headword (normalized):
αὐτοσταδίη
Headword (normalized/stripped):
αυτοσταδιη
IDX:
5661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5664
Key:
au)tostadi/h

Data

{'content': 'αὐτοσταδίη\n ἵσταμαι\n a stand-up fight, close fight, ἔν γʼ αὐτοσταδίηι Il.', 'key': 'au)tostadi/h'}