Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αὐτόπολις
αὐτοπολίτης
αὐτοπόνητος
αὐτόπους
αὐτόπρεμνος
αὐτοπρόσωπος
αὐτόπτης
αὐτοπώλης
αὐτοπωλικός
αὐτόρριζος
αὐτόρρυτος
αὐτόσε
αὐτοσίδηρος
αὐτός
αὐτόσσυτος
αὐτοσταδίη
αὐτόστολος
αὐτόστονος
αὐτοσφαγής
αὐτοσχεδιάζω
αὐτοσχεδίασμα
View word page
αὐτόρρυτος
αὐτόρρυτος ῥέω self-flowing, flowing unbidden, Anth.
ShortDef
self-flowing, flowing unbidden
Debugging
Headword:
αὐτόρρυτος
Headword (normalized):
αὐτόρρυτος
Headword (normalized/stripped):
αυτορρυτος
IDX:
5656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5659
Key:
au)to/rrutos
Data
{'content': 'αὐτόρρυτος\n ῥέω\n self-flowing, flowing unbidden, Anth.', 'key': 'au)to/rrutos'}