Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αὐτοπήμων
αὐτοποιός
αὐτόπολις
αὐτοπολίτης
αὐτοπόνητος
αὐτόπους
αὐτόπρεμνος
αὐτοπρόσωπος
αὐτόπτης
αὐτοπώλης
αὐτοπωλικός
αὐτόρριζος
αὐτόρρυτος
αὐτόσε
αὐτοσίδηρος
αὐτός
αὐτόσσυτος
αὐτοσταδίη
αὐτόστολος
αὐτόστονος
αὐτοσφαγής
View word page
αὐτοπωλικός
αὐτοπωλικός From αὐτοπώλης = αὐτοπώλης: ἡ -κη (sc. τέχνη), the trade of an αὐτοπώλης, Plat.

ShortDef

of an αὐτοπώλης, who sells own products

Debugging

Headword:
αὐτοπωλικός
Headword (normalized):
αὐτοπωλικός
Headword (normalized/stripped):
αυτοπωλικος
IDX:
5654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5657
Key:
au)topwliko/s

Data

{'content': 'αὐτοπωλικός\n From αὐτοπώλης\n = αὐτοπώλης: ἡ -κη (sc. τέχνη), the trade of an αὐτοπώλης, Plat.', 'key': 'au)topwliko/s'}