Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αὐτοπάθεια
αὐτοπαθής
αὐτόπαις
αὐτοπήμων
αὐτοποιός
αὐτόπολις
αὐτοπολίτης
αὐτοπόνητος
αὐτόπους
αὐτόπρεμνος
αὐτοπρόσωπος
αὐτόπτης
αὐτοπώλης
αὐτοπωλικός
αὐτόρριζος
αὐτόρρυτος
αὐτόσε
αὐτοσίδηρος
αὐτός
αὐτόσσυτος
αὐτοσταδίη
View word page
αὐτοπρόσωπος
αὐτοπρόσωπος πρόσωπον in oneʼs own person, without a mask, Luc.

ShortDef

in one's own person, without a mask

Debugging

Headword:
αὐτοπρόσωπος
Headword (normalized):
αὐτοπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
αυτοπροσωπος
IDX:
5651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5654
Key:
au)topro/swpos

Data

{'content': 'αὐτοπρόσωπος\n πρόσωπον\n in oneʼs own person, without a mask, Luc.', 'key': 'au)topro/swpos'}