Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αὐτοπαγής
αὐτοπάθεια
αὐτοπαθής
αὐτόπαις
αὐτοπήμων
αὐτοποιός
αὐτόπολις
αὐτοπολίτης
αὐτοπόνητος
αὐτόπους
αὐτόπρεμνος
αὐτοπρόσωπος
αὐτόπτης
αὐτοπώλης
αὐτοπωλικός
αὐτόρριζος
αὐτόρρυτος
αὐτόσε
αὐτοσίδηρος
αὐτός
αὐτόσσυτος
View word page
αὐτόπρεμνος
αὐτόπρεμνος πρέμνον together with the root, root and branch, Soph., Ar.; αὐτ. τι διδόναι to give in absolute possession, Aesch.
ShortDef
together with the root, root and branch
Debugging
Headword:
αὐτόπρεμνος
Headword (normalized):
αὐτόπρεμνος
Headword (normalized/stripped):
αυτοπρεμνος
IDX:
5650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5653
Key:
au)to/premnos
Data
{'content': 'αὐτόπρεμνος\n πρέμνον\n together with the root, root and branch, Soph., Ar.; αὐτ. τι διδόναι to give in absolute possession, Aesch.', 'key': 'au)to/premnos'}