Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αὐτονυχί
αὐτόξυλος
αὐτοπαγής
αὐτοπάθεια
αὐτοπαθής
αὐτόπαις
αὐτοπήμων
αὐτοποιός
αὐτόπολις
αὐτοπολίτης
αὐτοπόνητος
αὐτόπους
αὐτόπρεμνος
αὐτοπρόσωπος
αὐτόπτης
αὐτοπώλης
αὐτοπωλικός
αὐτόρριζος
αὐτόρρυτος
αὐτόσε
αὐτοσίδηρος
View word page
αὐτοπόνητος
αὐτοπόνητος πονέω self-wrought, Anth.

ShortDef

self-wrought

Debugging

Headword:
αὐτοπόνητος
Headword (normalized):
αὐτοπόνητος
Headword (normalized/stripped):
αυτοπονητος
IDX:
5648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5651
Key:
au)topo/nhtos

Data

{'content': 'αὐτοπόνητος\n πονέω\n self-wrought, Anth.', 'key': 'au)topo/nhtos'}