Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αὐτονομέομαι
αὐτονομία
αὐτόνομος
αὐτόνοος
αὐτονυχί
αὐτόξυλος
αὐτοπαγής
αὐτοπάθεια
αὐτοπαθής
αὐτόπαις
αὐτοπήμων
αὐτοποιός
αὐτόπολις
αὐτοπολίτης
αὐτοπόνητος
αὐτόπους
αὐτόπρεμνος
αὐτοπρόσωπος
αὐτόπτης
αὐτοπώλης
αὐτοπωλικός
View word page
αὐτοπήμων
αὐτοπήμων πῆμα for oneʼs own woes, Aesch.
ShortDef
for one's own woes
Debugging
Headword:
αὐτοπήμων
Headword (normalized):
αὐτοπήμων
Headword (normalized/stripped):
αυτοπημων
IDX:
5644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5647
Key:
au)toph/mwn
Data
{'content': 'αὐτοπήμων\n πῆμα\n for oneʼs own woes, Aesch.', 'key': 'au)toph/mwn'}