Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αὐτολήκυθος
αὐτομαθής
αὐτόμαρτυς
αὐτοματίζω
αὐτόματος
Αὐτομέδων
Αὐτομέλιννα
αὐτομολέω
αὐτομολία
αὐτόμολος
αὐτονομέομαι
αὐτονομία
αὐτόνομος
αὐτόνοος
αὐτονυχί
αὐτόξυλος
αὐτοπαγής
αὐτοπάθεια
αὐτοπαθής
αὐτόπαις
αὐτοπήμων
View word page
αὐτονομέομαι
αὐτονομέομαι Dep. to live by oneʼs own laws, be independent, Thuc., Dem.
ShortDef
to live by one's own laws, be independent
Debugging
Headword:
αὐτονομέομαι
Headword (normalized):
αὐτονομέομαι
Headword (normalized/stripped):
αυτονομεομαι
IDX:
5634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5637
Key:
au)tonome/omai
Data
{'content': 'αὐτονομέομαι\n Dep. to live by oneʼs own laws, be independent, Thuc., Dem.', 'key': 'au)tonome/omai'}