Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αὐτόκωπος
αὐτολήκυθος
αὐτομαθής
αὐτόμαρτυς
αὐτοματίζω
αὐτόματος
Αὐτομέδων
Αὐτομέλιννα
αὐτομολέω
αὐτομολία
αὐτόμολος
αὐτονομέομαι
αὐτονομία
αὐτόνομος
αὐτόνοος
αὐτονυχί
αὐτόξυλος
αὐτοπαγής
αὐτοπάθεια
αὐτοπαθής
αὐτόπαις
View word page
αὐτόμολος
αὐτόμολος μολεῖν going of oneself, without bidding: as Subst. a deserter, Hdt., Attic
ShortDef
going of oneself, without bidding
Debugging
Headword:
αὐτόμολος
Headword (normalized):
αὐτόμολος
Headword (normalized/stripped):
αυτομολος
IDX:
5633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5636
Key:
au)to/molos
Data
{'content': 'αὐτόμολος\n μολεῖν\n going of oneself, without bidding: as Subst. a deserter, Hdt., Attic', 'key': 'au)to/molos'}