Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αὐτοκτόνος
αὐτοκυβερνήτης
αὐτόκωπος
αὐτολήκυθος
αὐτομαθής
αὐτόμαρτυς
αὐτοματίζω
αὐτόματος
Αὐτομέδων
Αὐτομέλιννα
αὐτομολέω
αὐτομολία
αὐτόμολος
αὐτονομέομαι
αὐτονομία
αὐτόνομος
αὐτόνοος
αὐτονυχί
αὐτόξυλος
αὐτοπαγής
αὐτοπάθεια
View word page
αὐτομολέω
αὐτομολέω From αὐτόμολος to desert, Hdt., Attic; αὐτ. πρὸς τοὺς Πέρσας Hdt.; ἐς Ἀθήνας ἐκ Περσέων Hdt.
ShortDef
to desert
Debugging
Headword:
αὐτομολέω
Headword (normalized):
αὐτομολέω
Headword (normalized/stripped):
αυτομολεω
IDX:
5631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5634
Key:
au)tomole/w
Data
{'content': 'αὐτομολέω\n From αὐτόμολος\n to desert, Hdt., Attic; αὐτ. πρὸς τοὺς Πέρσας Hdt.; ἐς Ἀθήνας ἐκ Περσέων Hdt.', 'key': 'au)tomole/w'}