Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αὐτοκρατορικός
αὐτοκράτωρ
αὐτόκτιτος
αὐτοκτονέω
αὐτοκτόνος
αὐτοκυβερνήτης
αὐτόκωπος
αὐτολήκυθος
αὐτομαθής
αὐτόμαρτυς
αὐτοματίζω
αὐτόματος
Αὐτομέδων
Αὐτομέλιννα
αὐτομολέω
αὐτομολία
αὐτόμολος
αὐτονομέομαι
αὐτονομία
αὐτόνομος
αὐτόνοος
View word page
αὐτοματίζω
αὐτοματίζω From αὐτόματος to act of oneself, act unadvisedly, Xen.

ShortDef

to act of oneself, act unadvisedly

Debugging

Headword:
αὐτοματίζω
Headword (normalized):
αὐτοματίζω
Headword (normalized/stripped):
αυτοματιζω
IDX:
5627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5630
Key:
au)tomati/zw

Data

{'content': 'αὐτοματίζω\n From αὐτόματος\n to act of oneself, act unadvisedly, Xen.', 'key': 'au)tomati/zw'}