Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αὐτοκρατής
αὐτοκρατορικός
αὐτοκράτωρ
αὐτόκτιτος
αὐτοκτονέω
αὐτοκτόνος
αὐτοκυβερνήτης
αὐτόκωπος
αὐτολήκυθος
αὐτομαθής
αὐτόμαρτυς
αὐτοματίζω
αὐτόματος
Αὐτομέδων
Αὐτομέλιννα
αὐτομολέω
αὐτομολία
αὐτόμολος
αὐτονομέομαι
αὐτονομία
αὐτόνομος
View word page
αὐτόμαρτυς
αὐτόμαρτυς oneself the witness, an eyewitness, Aesch.
ShortDef
oneself the witness, an eyewitness
Debugging
Headword:
αὐτόμαρτυς
Headword (normalized):
αὐτόμαρτυς
Headword (normalized/stripped):
αυτομαρτυς
IDX:
5626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5629
Key:
au)to/martus
Data
{'content': 'αὐτόμαρτυς\n oneself the witness, an eyewitness, Aesch.', 'key': 'au)to/martus'}