Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αὐτόκομος
αὐτοκρατής
αὐτοκρατορικός
αὐτοκράτωρ
αὐτόκτιτος
αὐτοκτονέω
αὐτοκτόνος
αὐτοκυβερνήτης
αὐτόκωπος
αὐτολήκυθος
αὐτομαθής
αὐτόμαρτυς
αὐτοματίζω
αὐτόματος
Αὐτομέδων
Αὐτομέλιννα
αὐτομολέω
αὐτομολία
αὐτόμολος
αὐτονομέομαι
αὐτονομία
View word page
αὐτομαθής
αὐτομαθής μαθεῖν having learnt of oneself, self- taught, Anth.
ShortDef
having learnt of oneself, self- taught
Debugging
Headword:
αὐτομαθής
Headword (normalized):
αὐτομαθής
Headword (normalized/stripped):
αυτομαθης
IDX:
5625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5628
Key:
au)tomaqh/s
Data
{'content': 'αὐτομαθής\n μαθεῖν\n having learnt of oneself, self- taught, Anth.', 'key': 'au)tomaqh/s'}