Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αὐτόκλητος
αὐτόκομος
αὐτοκρατής
αὐτοκρατορικός
αὐτοκράτωρ
αὐτόκτιτος
αὐτοκτονέω
αὐτοκτόνος
αὐτοκυβερνήτης
αὐτόκωπος
αὐτολήκυθος
αὐτομαθής
αὐτόμαρτυς
αὐτοματίζω
αὐτόματος
Αὐτομέδων
Αὐτομέλιννα
αὐτομολέω
αὐτομολία
αὐτόμολος
αὐτονομέομαι
View word page
αὐτολήκυθος
αὐτολήκυθος one who carries his own oil-flask, a shabby fellow, Dem.

ShortDef

one who carries his own oil-flask, a shabby fellow

Debugging

Headword:
αὐτολήκυθος
Headword (normalized):
αὐτολήκυθος
Headword (normalized/stripped):
αυτοληκυθος
IDX:
5624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5627
Key:
au)tolh/kuqos

Data

{'content': 'αὐτολήκυθος\n one who carries his own oil-flask, a shabby fellow, Dem.', 'key': 'au)tolh/kuqos'}