Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αὐτοκατάκριτος
αὐτοκέλευθος
αὐτοκέλευστος
αὐτοκελής
αὐτόκλαδος
αὐτόκλητος
αὐτόκομος
αὐτοκρατής
αὐτοκρατορικός
αὐτοκράτωρ
αὐτόκτιτος
αὐτοκτονέω
αὐτοκτόνος
αὐτοκυβερνήτης
αὐτόκωπος
αὐτολήκυθος
αὐτομαθής
αὐτόμαρτυς
αὐτοματίζω
αὐτόματος
Αὐτομέδων
View word page
αὐτόκτιτος
αὐτόκτιτος κτίζω self-produced, i. e. natural, ἄντρα Aesch.

ShortDef

self-produced

Debugging

Headword:
αὐτόκτιτος
Headword (normalized):
αὐτόκτιτος
Headword (normalized/stripped):
αυτοκτιτος
IDX:
5619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5622
Key:
au)to/ktitos

Data

{'content': 'αὐτόκτιτος\n κτίζω\n self-produced, i. e. natural, ἄντρα Aesch.', 'key': 'au)to/ktitos'}