Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Αὐτοθαΐς
αὐτοθελεί
αὐτοθελής
αὐτόθεν
αὐτόθι
αὐτοκάβδαλος
αὐτοκασιγνήτη
αὐτοκασίγνητος
αὐτοκατάκριτος
αὐτοκέλευθος
αὐτοκέλευστος
αὐτοκελής
αὐτόκλαδος
αὐτόκλητος
αὐτόκομος
αὐτοκρατής
αὐτοκρατορικός
αὐτοκράτωρ
αὐτόκτιτος
αὐτοκτονέω
αὐτοκτόνος
View word page
αὐτοκέλευστος
αὐτοκέλευστος self-bidden, i. e. unbidden, of oneʼs own accord, Xen., Anth.
ShortDef
self-bidden
Debugging
Headword:
αὐτοκέλευστος
Headword (normalized):
αὐτοκέλευστος
Headword (normalized/stripped):
αυτοκελευστος
IDX:
5611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5614
Key:
au)toke/leustos
Data
{'content': 'αὐτοκέλευστος\n self-bidden, i. e. unbidden, of oneʼs own accord, Xen., Anth.', 'key': 'au)toke/leustos'}