Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αὐτοέκαστος
αὐτοέντης
αὐτοετεί
αὐτοετής
Αὐτοθαΐς
αὐτοθελεί
αὐτοθελής
αὐτόθεν
αὐτόθι
αὐτοκάβδαλος
αὐτοκασιγνήτη
αὐτοκασίγνητος
αὐτοκατάκριτος
αὐτοκέλευθος
αὐτοκέλευστος
αὐτοκελής
αὐτόκλαδος
αὐτόκλητος
αὐτόκομος
αὐτοκρατής
αὐτοκρατορικός
View word page
αὐτοκασιγνήτη
αὐτοκασιγνήτη an own sister, Od., Eur.

ShortDef

an own sister

Debugging

Headword:
αὐτοκασιγνήτη
Headword (normalized):
αὐτοκασιγνήτη
Headword (normalized/stripped):
αυτοκασιγνητη
IDX:
5607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5610
Key:
au)tokasignh/th

Data

{'content': 'αὐτοκασιγνήτη\n an own sister, Od., Eur.', 'key': 'au)tokasignh/th'}