Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αὐτογέννητος
αὐτογνωμονέω
αὐτογνώμων
αὐτόγνωτος
αὐτόγυος
αὐτοδαής
αὐτοδάϊκτος
αὐτοδάξ
αὐτόδεκα
αὐτόδηλος
αὐτοδίδακτος
αὐτόδικος
αὐτόδιον
αὐτοέκαστος
αὐτοέντης
αὐτοετεί
αὐτοετής
Αὐτοθαΐς
αὐτοθελεί
αὐτοθελής
αὐτόθεν
View word page
αὐτοδίδακτος
αὐτοδίδακτος self-taught, Od., Aesch.

ShortDef

self-taught

Debugging

Headword:
αὐτοδίδακτος
Headword (normalized):
αὐτοδίδακτος
Headword (normalized/stripped):
αυτοδιδακτος
IDX:
5594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5597
Key:
au)todi/daktos

Data

{'content': 'αὐτοδίδακτος\n self-taught, Od., Aesch.', 'key': 'au)todi/daktos'}