Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀϋτμή
αὐτοάνθρωπος
αὐτοβοεί
αὐτόβουλος
αὐτογέννητος
αὐτογνωμονέω
αὐτογνώμων
αὐτόγνωτος
αὐτόγυος
αὐτοδαής
αὐτοδάϊκτος
αὐτοδάξ
αὐτόδεκα
αὐτόδηλος
αὐτοδίδακτος
αὐτόδικος
αὐτόδιον
αὐτοέκαστος
αὐτοέντης
αὐτοετεί
αὐτοετής
View word page
αὐτοδάϊκτος
αὐτοδάϊκτος δαίζω self-slain or mutually slain, Aesch.

ShortDef

self-slain

Debugging

Headword:
αὐτοδάϊκτος
Headword (normalized):
αὐτοδάϊκτος
Headword (normalized/stripped):
αυτοδαικτος
IDX:
5590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5593
Key:
au)toda/iktos

Data

{'content': 'αὐτοδάϊκτος\n δαίζω\n self-slain or mutually slain, Aesch.', 'key': 'au)toda/iktos'}