Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αὐτῆμαρ
ἀϋτή
αὐτίκα
ἀϋτμή
αὐτοάνθρωπος
αὐτοβοεί
αὐτόβουλος
αὐτογέννητος
αὐτογνωμονέω
αὐτογνώμων
αὐτόγνωτος
αὐτόγυος
αὐτοδαής
αὐτοδάϊκτος
αὐτοδάξ
αὐτόδεκα
αὐτόδηλος
αὐτοδίδακτος
αὐτόδικος
αὐτόδιον
αὐτοέκαστος
View word page
αὐτόγνωτος
αὐτόγνωτος γνῶναι self-determined, self-willed, Soph.
ShortDef
self-determined, self-willed
Debugging
Headword:
αὐτόγνωτος
Headword (normalized):
αὐτόγνωτος
Headword (normalized/stripped):
αυτογνωτος
IDX:
5587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5590
Key:
au)to/gnwtos
Data
{'content': 'αὐτόγνωτος\n γνῶναι\n self-determined, self-willed, Soph.', 'key': 'au)to/gnwtos'}