Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αὐτερέτης
ἀϋτέω
αὐτήκοος
αὐτῆμαρ
ἀϋτή
αὐτίκα
ἀϋτμή
αὐτοάνθρωπος
αὐτοβοεί
αὐτόβουλος
αὐτογέννητος
αὐτογνωμονέω
αὐτογνώμων
αὐτόγνωτος
αὐτόγυος
αὐτοδαής
αὐτοδάϊκτος
αὐτοδάξ
αὐτόδεκα
αὐτόδηλος
αὐτοδίδακτος
View word page
αὐτογέννητος
αὐτογέννητος self-produced: αὐτογέννητα κοιμήματα μητρός a motherʼs intercourse with her own child, Soph.

ShortDef

self-produced

Debugging

Headword:
αὐτογέννητος
Headword (normalized):
αὐτογέννητος
Headword (normalized/stripped):
αυτογεννητος
IDX:
5584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5587
Key:
au)toge/nnhtos

Data

{'content': 'αὐτογέννητος\n self-produced: αὐτογέννητα κοιμήματα μητρός a motherʼs intercourse with her own child, Soph.', 'key': 'au)toge/nnhtos'}