Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αὐτεπώνυμος
αὐτερέτης
ἀϋτέω
αὐτήκοος
αὐτῆμαρ
ἀϋτή
αὐτίκα
ἀϋτμή
αὐτοάνθρωπος
αὐτοβοεί
αὐτόβουλος
αὐτογέννητος
αὐτογνωμονέω
αὐτογνώμων
αὐτόγνωτος
αὐτόγυος
αὐτοδαής
αὐτοδάϊκτος
αὐτοδάξ
αὐτόδεκα
αὐτόδηλος
View word page
αὐτόβουλος
αὐτόβουλος self-willing, self-purposing, Aesch.

ShortDef

self-willing, self-purposing

Debugging

Headword:
αὐτόβουλος
Headword (normalized):
αὐτόβουλος
Headword (normalized/stripped):
αυτοβουλος
IDX:
5583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5586
Key:
au)to/boulos

Data

{'content': 'αὐτόβουλος\n self-willing, self-purposing, Aesch.', 'key': 'au)to/boulos'}