Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αὖτε
αὐτεπώνυμος
αὐτερέτης
ἀϋτέω
αὐτήκοος
αὐτῆμαρ
ἀϋτή
αὐτίκα
ἀϋτμή
αὐτοάνθρωπος
αὐτοβοεί
αὐτόβουλος
αὐτογέννητος
αὐτογνωμονέω
αὐτογνώμων
αὐτόγνωτος
αὐτόγυος
αὐτοδαής
αὐτοδάϊκτος
αὐτοδάξ
αὐτόδεκα
View word page
αὐτοβοεί
αὐτοβοεί βοή by a mere shout, at the first shout, αὐτ. ἑλεῖν to take without a blow, Thuc.

ShortDef

by a mere shout, at the first shout

Debugging

Headword:
αὐτοβοεί
Headword (normalized):
αὐτοβοεί
Headword (normalized/stripped):
αυτοβοει
IDX:
5582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5585
Key:
au)toboei/

Data

{'content': 'αὐτοβοεί\n βοή\n by a mere shout, at the first shout, αὐτ. ἑλεῖν to take without a blow, Thuc.', 'key': 'au)toboei/'}