Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αὐτεξούσιος
αὐτεπάγγελτος
αὖτε
αὐτεπώνυμος
αὐτερέτης
ἀϋτέω
αὐτήκοος
αὐτῆμαρ
ἀϋτή
αὐτίκα
ἀϋτμή
αὐτοάνθρωπος
αὐτοβοεί
αὐτόβουλος
αὐτογέννητος
αὐτογνωμονέω
αὐτογνώμων
αὐτόγνωτος
αὐτόγυος
αὐτοδαής
αὐτοδάϊκτος
View word page
ἀϋτμή
ἀϋτμή ἄημι breath, Il.; ἀϋτμὴ Ἡφαίστοιο the fiery breath of Hephaestus, Il.; πυρὸς ἀϋτμή Od.; of bellows, Il.; of wind, Od. odour, scent, fragrance, Hom.
ShortDef
breath
Debugging
Headword:
ἀϋτμή
Headword (normalized):
ἀϋτμή
Headword (normalized/stripped):
αυτμη
IDX:
5580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5583
Key:
a)utmh/
Data
{'content': 'ἀϋτμή\n ἄημι\n breath, Il.; ἀϋτμὴ Ἡφαίστοιο the fiery breath of Hephaestus, Il.; πυρὸς ἀϋτμή Od.; of bellows, Il.; of wind, Od.\n odour, scent, fragrance, Hom.', 'key': 'a)utmh/'}