Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄϋπνος
αὔρα
αὔριον
αὐσταλέος
αὐστηρός
αὐστηρότης
αὐτάγγελος
αὐτάγρετος
αὐτάδελφος
αὔτανδρος
αὐτανέψιος
αὐτάρκεια
αὐτάρκης
αὐτεξούσιος
αὐτεπάγγελτος
αὖτε
αὐτεπώνυμος
αὐτερέτης
ἀϋτέω
αὐτήκοος
αὐτῆμαρ
View word page
αὐτανέψιος
αὐτανέψιος an own cousin, cousin-german, Aesch., Eur.

ShortDef

an own cousin, cousin-german

Debugging

Headword:
αὐτανέψιος
Headword (normalized):
αὐτανέψιος
Headword (normalized/stripped):
αυτανεψιος
IDX:
5567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5570
Key:
au)tane/yios

Data

{'content': 'αὐτανέψιος\n an own cousin, cousin-german, Aesch., Eur.', 'key': 'au)tane/yios'}