Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αὔξιμος
αὐξοσέληνον
αὐονή
αὖος
ἀϋπνία
ἄϋπνος
αὔρα
αὔριον
αὐσταλέος
αὐστηρός
αὐστηρότης
αὐτάγγελος
αὐτάγρετος
αὐτάδελφος
αὔτανδρος
αὐτανέψιος
αὐτάρκεια
αὐτάρκης
αὐτεξούσιος
αὐτεπάγγελτος
αὖτε
View word page
αὐστηρότης
αὐστηρότης From αὐστηρός harshness, roughness, οἴνου Xen.: metaph. austerity, harshness, Plat.
ShortDef
harshness, roughness
Debugging
Headword:
αὐστηρότης
Headword (normalized):
αὐστηρότης
Headword (normalized/stripped):
αυστηροτης
IDX:
5562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5565
Key:
au)sthro/ths
Data
{'content': 'αὐστηρότης\n From αὐστηρός\n harshness, roughness, οἴνου Xen.: metaph. austerity, harshness, Plat.', 'key': 'au)sthro/ths'}