Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αὔξησις
αὔξιμος
αὐξοσέληνον
αὐονή
αὖος
ἀϋπνία
ἄϋπνος
αὔρα
αὔριον
αὐσταλέος
αὐστηρός
αὐστηρότης
αὐτάγγελος
αὐτάγρετος
αὐτάδελφος
αὔτανδρος
αὐτανέψιος
αὐτάρκεια
αὐτάρκης
αὐτεξούσιος
αὐτεπάγγελτος
View word page
αὐστηρός
αὐστηρός αὔω to dry making the tongue dry and rough, harsh, rough, bitter, Plat.:—metaph. austere, harsh, Plat., NTest.
ShortDef
harsh, rough, bitter
Debugging
Headword:
αὐστηρός
Headword (normalized):
αὐστηρός
Headword (normalized/stripped):
αυστηρος
IDX:
5561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5564
Key:
au)sthro/s
Data
{'content': 'αὐστηρός\n αὔω to dry\n making the tongue dry and rough, harsh, rough, bitter, Plat.:—metaph. austere, harsh, Plat., NTest.', 'key': 'au)sthro/s'}