Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Αὐξησία
αὔξησις
αὔξιμος
αὐξοσέληνον
αὐονή
αὖος
ἀϋπνία
ἄϋπνος
αὔρα
αὔριον
αὐσταλέος
αὐστηρός
αὐστηρότης
αὐτάγγελος
αὐτάγρετος
αὐτάδελφος
αὔτανδρος
αὐτανέψιος
αὐτάρκεια
αὐτάρκης
αὐτεξούσιος
View word page
αὐσταλέος
αὐσταλέος αὔω to dry sunburnt, squalid, Lat. siccus, Od., Hes.

ShortDef

to dry

Debugging

Headword:
αὐσταλέος
Headword (normalized):
αὐσταλέος
Headword (normalized/stripped):
αυσταλεος
IDX:
5560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5563
Key:
au)stale/os

Data

{'content': 'αὐσταλέος\n αὔω to dry\n sunburnt, squalid, Lat. siccus, Od., Hes.', 'key': 'au)stale/os'}