Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀερόφοιτος
ἀερσιπότης
ἀερσίπους
ἀερτάζω
ἄεσα
ἀεσιφροσύνη
ἀεσίφρων
ἀετός
ἀετοφόρος
ἀετώδης
ἀζαλέος
ἀζάνω
ἄζα
ἀζηλία
ἄζηλος
ἀζηλότυπος
ἀζήλωτος
ἀζήμιος
ἀζηχής
ἅζομαι
ἄζυγος
View word page
ἀζαλέος
ἀζαλέος ἄζω dry, parched, Hom.; βῶν ἀζαλέην the dry bullʼs-hide, Il. metaph. dry, harsh, Anth. act. parching, scorching, Σείριος Hes.

ShortDef

dry, parched

Debugging

Headword:
ἀζαλέος
Headword (normalized):
ἀζαλέος
Headword (normalized/stripped):
αζαλεος
IDX:
555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n555
Key:
a)zale/os

Data

{'content': 'ἀζαλέος\n ἄζω\n dry, parched, Hom.; βῶν ἀζαλέην the dry bullʼs-hide, Il.\n metaph. dry, harsh, Anth.\n act. parching, scorching, Σείριος Hes.', 'key': 'a)zale/os'}