Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αὐλητρίς
αὐλιάδες
αὐλίδιον
αὐλίζομαι
αὔλιον
αὔλιος
αὐλίσκος
αὖλις
αὐλιστρίς
αὐλοδόκη
αὐλοθετέω
αὐλοποιϊκή
αὐλοποιός
αὐλός
αὐλών
αὐλῶπις
αὐξάνω
αὔξη
Αὐξησία
αὔξησις
αὔξιμος
View word page
αὐλοθετέω
αὐλοθετέω τίθημι to make flutes or pipes, Anth.
ShortDef
to make auloi
Debugging
Headword:
αὐλοθετέω
Headword (normalized):
αὐλοθετέω
Headword (normalized/stripped):
αυλοθετεω
IDX:
5542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5545
Key:
au)loqete/w
Data
{'content': 'αὐλοθετέω\n τίθημι\n to make flutes or pipes, Anth.', 'key': 'au)loqete/w'}