Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αὐλητής
αὐλητικός
αὐλητρίς
αὐλιάδες
αὐλίδιον
αὐλίζομαι
αὔλιον
αὔλιος
αὐλίσκος
αὖλις
αὐλιστρίς
αὐλοδόκη
αὐλοθετέω
αὐλοποιϊκή
αὐλοποιός
αὐλός
αὐλών
αὐλῶπις
αὐξάνω
αὔξη
Αὐξησία
View word page
αὐλιστρίς
αὐλιστρίς αὐλίζομαι a house-mate, Theocr.
ShortDef
a house-mate
Debugging
Headword:
αὐλιστρίς
Headword (normalized):
αὐλιστρίς
Headword (normalized/stripped):
αυλιστρις
IDX:
5540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5543
Key:
au)listri/s
Data
{'content': 'αὐλιστρίς\n αὐλίζομαι\n a house-mate, Theocr.', 'key': 'au)listri/s'}