Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αὐλή
αὔλησις
αὐλητής
αὐλητικός
αὐλητρίς
αὐλιάδες
αὐλίδιον
αὐλίζομαι
αὔλιον
αὔλιος
αὐλίσκος
αὖλις
αὐλιστρίς
αὐλοδόκη
αὐλοθετέω
αὐλοποιϊκή
αὐλοποιός
αὐλός
αὐλών
αὐλῶπις
αὐξάνω
View word page
αὐλίσκος
αὐλίσκος Dim. of αὐλός, a small reed, pipe, Theogn.
ShortDef
a small reed, pipe
Debugging
Headword:
αὐλίσκος
Headword (normalized):
αὐλίσκος
Headword (normalized/stripped):
αυλισκος
IDX:
5538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5541
Key:
au)li/skos
Data
{'content': 'αὐλίσκος\n Dim. of αὐλός, a small reed, pipe, Theogn.', 'key': 'au)li/skos'}