Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αὐθάδεια
αὐθάδης
αὐθαδίζομαι
αὐθάδισμα
αὐθαδόστομος
αὐθαίμων
αὐθαίρετος
αὐθέκαστος
αὐθεντέω
αὐθέντης
αὐθήμερος
αὐθιγενής
αὖθι
αὖθις
αὐΐαχος
αὐλακεργάτης
αὖλαξ
αὔλειος
αὐλέω
αὔλημα
αὐλή
View word page
αὐθήμερος
αὐθήμερος ἡμέρα made or done on the very day, Aeschin. adv. αὐθημερόν (oxyt.), on the very day, on the same day, immediately, Aesch., etc.; Ionic αὐτημερόν, Hdt.

ShortDef

on the same day

Debugging

Headword:
αὐθήμερος
Headword (normalized):
αὐθήμερος
Headword (normalized/stripped):
αυθημερος
IDX:
5518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5521
Key:
au)qh/meros

Data

{'content': 'αὐθήμερος\n ἡμέρα\n made or done on the very day, Aeschin.\n adv. αὐθημερόν (oxyt.), on the very day, on the same day, immediately, Aesch., etc.; Ionic αὐτημερόν, Hdt.', 'key': 'au)qh/meros'}