Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀεροκώνωψ
ἀερομαχία
ἀερομετρέω
ἀερονηχής
ἀερόφοιτος
ἀερσιπότης
ἀερσίπους
ἀερτάζω
ἄεσα
ἀεσιφροσύνη
ἀεσίφρων
ἀετός
ἀετοφόρος
ἀετώδης
ἀζαλέος
ἀζάνω
ἄζα
ἀζηλία
ἄζηλος
ἀζηλότυπος
ἀζήλωτος
View word page
ἀεσίφρων
ἀεσίφρων φρήν for ἀασίφρων, from ἀάω, φρήν damaged in mind, witless, silly, Hom., Hes.
ShortDef
damaged in mind, witless, silly
Debugging
Headword:
ἀεσίφρων
Headword (normalized):
ἀεσίφρων
Headword (normalized/stripped):
αεσιφρων
IDX:
551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n551
Key:
a)esi/frwn
Data
{'content': 'ἀεσίφρων\n φρήν\n for ἀασίφρων, from ἀάω, φρήν\n damaged in mind, witless, silly, Hom., Hes.', 'key': 'a)esi/frwn'}