Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀεροκόραξ
ἀεροκώνωψ
ἀερομαχία
ἀερομετρέω
ἀερονηχής
ἀερόφοιτος
ἀερσιπότης
ἀερσίπους
ἀερτάζω
ἄεσα
ἀεσιφροσύνη
ἀεσίφρων
ἀετός
ἀετοφόρος
ἀετώδης
ἀζαλέος
ἀζάνω
ἄζα
ἀζηλία
ἄζηλος
ἀζηλότυπος
View word page
ἀεσιφροσύνη
ἀεσιφροσύνη silliness, folly, Od., Hes.

ShortDef

silliness, folly

Debugging

Headword:
ἀεσιφροσύνη
Headword (normalized):
ἀεσιφροσύνη
Headword (normalized/stripped):
αεσιφροσυνη
IDX:
550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n550
Key:
a)esifrosu/nh

Data

{'content': 'ἀεσιφροσύνη\n silliness, folly, Od., Hes.', 'key': 'a)esifrosu/nh'}