Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁβρόγοος
ἁβροδίαιτος
ἁβροκόμης
ἀβρόμιος
ἄβρομος
ἁβροπέδιλος
ἁβρόπηνος
ἁβρόπλουτος
ἁβρός
ἀβροτάζω
ἁβρότης
ἁβρότιμος
ἄβροτος
ἁβροχίτων
ἄβροχος
ἁβρύνω
Ἀβυδόθεν
Ἀβυδόθι
Ἄβυδος
ἄβυσσος
ἀγαθοειδής
View word page
ἁβρότης
ἁβρότης ἁβρός delicacy, luxury, Pind.; οὐκ ἐν ἁβρότητι κεῖσαι thou art not in a position to be fastidious, Eur.

ShortDef

delicacy, luxury

Debugging

Headword:
ἁβρότης
Headword (normalized):
ἁβρότης
Headword (normalized/stripped):
αβροτης
IDX:
55
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n55
Key:
a(bro/ths

Data

{'content': 'ἁβρότης\n ἁβρός\n delicacy, luxury, Pind.; οὐκ ἐν ἁβρότητι κεῖσαι thou art not in a position to be fastidious, Eur.', 'key': 'a(bro/ths'}