Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Ἀττικίων
Ἀττικός
Ἀττικωνικός
ἀτύζομαι
ἀτύμβευτος
ἄτυμβος
ἀτυράννευτος
ἄτυφος
ἀτυχέω
ἀτύχημα
ἀτυχής
ἀτυχία
αὖ
αὖ
αὐαίνω
αὐαλέος
αὐγάζω
αὐγή
αὐδάζομαι
αὐδάω
αὐδήεις
View word page
ἀτυχής
ἀτυχής τυγχάνω luckless, unfortunate, Dem., etc.
ShortDef
luckless, unfortunate
Debugging
Headword:
ἀτυχής
Headword (normalized):
ἀτυχής
Headword (normalized/stripped):
ατυχης
IDX:
5495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5498
Key:
a)tuxh/s
Data
{'content': 'ἀτυχής\n τυγχάνω\n luckless, unfortunate, Dem., etc.', 'key': 'a)tuxh/s'}