Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἀττικιστί
Ἀττικίων
Ἀττικός
Ἀττικωνικός
ἀτύζομαι
ἀτύμβευτος
ἄτυμβος
ἀτυράννευτος
ἄτυφος
ἀτυχέω
ἀτύχημα
ἀτυχής
ἀτυχία
αὖ
αὖ
αὐαίνω
αὐαλέος
αὐγάζω
αὐγή
αὐδάζομαι
αὐδάω
View word page
ἀτύχημα
ἀτύχημα ἀτυχέω a misfortune, mishap, Oratt.

ShortDef

a misfortune, mishap

Debugging

Headword:
ἀτύχημα
Headword (normalized):
ἀτύχημα
Headword (normalized/stripped):
ατυχημα
IDX:
5494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5497
Key:
a)tu/xhma

Data

{'content': 'ἀτύχημα\n ἀτυχέω\n a misfortune, mishap, Oratt.', 'key': 'a)tu/xhma'}