Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἀττικίζω
Ἀττικισμός
Ἀττικιστί
Ἀττικίων
Ἀττικός
Ἀττικωνικός
ἀτύζομαι
ἀτύμβευτος
ἄτυμβος
ἀτυράννευτος
ἄτυφος
ἀτυχέω
ἀτύχημα
ἀτυχής
ἀτυχία
αὖ
αὖ
αὐαίνω
αὐαλέος
αὐγάζω
αὐγή
View word page
ἄτυφος
ἄτυφος without pride or arrogance, modest, Plat.

ShortDef

without pride

Debugging

Headword:
ἄτυφος
Headword (normalized):
ἄτυφος
Headword (normalized/stripped):
ατυφος
IDX:
5492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5495
Key:
a)/tufos

Data

{'content': 'ἄτυφος\n without pride or arrogance, modest, Plat.', 'key': 'a)/tufos'}