Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτταταῖ
ἀττέλαβος
Ἄττης
Ἀττικίζω
Ἀττικισμός
Ἀττικιστί
Ἀττικίων
Ἀττικός
Ἀττικωνικός
ἀτύζομαι
ἀτύμβευτος
ἄτυμβος
ἀτυράννευτος
ἄτυφος
ἀτυχέω
ἀτύχημα
ἀτυχής
ἀτυχία
αὖ
αὖ
αὐαίνω
View word page
ἀτύμβευτος
ἀτύμβευτος τυμβεύω without burial, Anth.

ShortDef

without burial

Debugging

Headword:
ἀτύμβευτος
Headword (normalized):
ἀτύμβευτος
Headword (normalized/stripped):
ατυμβευτος
IDX:
5489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5492
Key:
a)tu/mbeutos

Data

{'content': 'ἀτύμβευτος\n τυμβεύω\n without burial, Anth.', 'key': 'a)tu/mbeutos'}