Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀτταγήν
ἄττα
ἀτταταῖ
ἀττέλαβος
Ἄττης
Ἀττικίζω
Ἀττικισμός
Ἀττικιστί
Ἀττικίων
Ἀττικός
Ἀττικωνικός
ἀτύζομαι
ἀτύμβευτος
ἄτυμβος
ἀτυράννευτος
ἄτυφος
ἀτυχέω
ἀτύχημα
ἀτυχής
ἀτυχία
αὖ
View word page
Ἀττικωνικός
Ἀττικωνικός a comic alteration of Ἀττικός, after the form of Λακονικός, Ar.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Ἀττικωνικός
Headword (normalized):
ἀττικωνικός
Headword (normalized/stripped):
αττικωνικος
IDX:
5487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5490
Key:
*)attikwniko/s
Data
{'content': 'Ἀττικωνικός\n a comic alteration of Ἀττικός, after the form of Λακονικός, Ar.', 'key': '*)attikwniko/s'}