Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτταγᾶς
ἀτταγήν
ἄττα
ἀτταταῖ
ἀττέλαβος
Ἄττης
Ἀττικίζω
Ἀττικισμός
Ἀττικιστί
Ἀττικίων
Ἀττικός
Ἀττικωνικός
ἀτύζομαι
ἀτύμβευτος
ἄτυμβος
ἀτυράννευτος
ἄτυφος
ἀτυχέω
ἀτύχημα
ἀτυχής
ἀτυχία
View word page
Ἀττικός
Ἀττικός ἀκτή Attic, Athenian, Solon, etc.; ἡ Ἀττική (sc. γῆ), Attica, Hdt., etc.; cf. Ἀτθίς. Adv. -κῶς in Attic style, Dem.

ShortDef

Attic, Athenian

Debugging

Headword:
Ἀττικός
Headword (normalized):
ἀττικός
Headword (normalized/stripped):
αττικος
IDX:
5486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5489
Key:
*)attiko/s

Data

{'content': 'Ἀττικός\n ἀκτή\n Attic, Athenian, Solon, etc.; ἡ Ἀττική (sc. γῆ), Attica, Hdt., etc.; cf. Ἀτθίς.\n Adv. -κῶς in Attic style, Dem.', 'key': '*)attiko/s'}