Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Ἀτρυτώνη
ἄτρωτος
ἀτταγᾶς
ἀτταγήν
ἄττα
ἀτταταῖ
ἀττέλαβος
Ἄττης
Ἀττικίζω
Ἀττικισμός
Ἀττικιστί
Ἀττικίων
Ἀττικός
Ἀττικωνικός
ἀτύζομαι
ἀτύμβευτος
ἄτυμβος
ἀτυράννευτος
ἄτυφος
ἀτυχέω
ἀτύχημα
View word page
Ἀττικιστί
Ἀττικιστί αττικός in the Attic dialect, Dem.
ShortDef
in the Attic dialect
Debugging
Headword:
Ἀττικιστί
Headword (normalized):
ἀττικιστί
Headword (normalized/stripped):
αττικιστι
IDX:
5484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5487
Key:
*)attikisti/
Data
{'content': 'Ἀττικιστί\n αττικός\n in the Attic dialect, Dem.', 'key': '*)attikisti/'}