Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄτρυτος
Ἀτρυτώνη
ἄτρωτος
ἀτταγᾶς
ἀτταγήν
ἄττα
ἀτταταῖ
ἀττέλαβος
Ἄττης
Ἀττικίζω
Ἀττικισμός
Ἀττικιστί
Ἀττικίων
Ἀττικός
Ἀττικωνικός
ἀτύζομαι
ἀτύμβευτος
ἄτυμβος
ἀτυράννευτος
ἄτυφος
ἀτυχέω
View word page
Ἀττικισμός
Ἀττικισμός from Ἀττικίζω a siding with Athens, attachment to her, Thuc.

ShortDef

a siding with Athens, attachment to her

Debugging

Headword:
Ἀττικισμός
Headword (normalized):
ἀττικισμός
Headword (normalized/stripped):
αττικισμος
IDX:
5483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5486
Key:
*)attikismo/s

Data

{'content': 'Ἀττικισμός\n from Ἀττικίζω\n a siding with Athens, attachment to her, Thuc.', 'key': '*)attikismo/s'}