Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄτροφος
ἀτρύγετος
ἀτρύμων
ἄτρυτος
Ἀτρυτώνη
ἄτρωτος
ἀτταγᾶς
ἀτταγήν
ἄττα
ἀτταταῖ
ἀττέλαβος
Ἄττης
Ἀττικίζω
Ἀττικισμός
Ἀττικιστί
Ἀττικίων
Ἀττικός
Ἀττικωνικός
ἀτύζομαι
ἀτύμβευτος
ἄτυμβος
View word page
ἀττέλαβος
ἀττέλαβος deriv. unkown a kind of locust without wings, Hdt.
ShortDef
locust without wings
Debugging
Headword:
ἀττέλαβος
Headword (normalized):
ἀττέλαβος
Headword (normalized/stripped):
αττελαβος
IDX:
5480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5483
Key:
a)tte/labos
Data
{'content': 'ἀττέλαβος\n deriv. unkown\n a kind of locust without wings, Hdt.', 'key': 'a)tte/labos'}