Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτροπία
ἄτροπος
ἀτροφέω
ἄτροφος
ἀτρύγετος
ἀτρύμων
ἄτρυτος
Ἀτρυτώνη
ἄτρωτος
ἀτταγᾶς
ἀτταγήν
ἄττα
ἀτταταῖ
ἀττέλαβος
Ἄττης
Ἀττικίζω
Ἀττικισμός
Ἀττικιστί
Ἀττικίων
Ἀττικός
Ἀττικωνικός
View word page
ἀτταγήν
ἀτταγήν a bird, prob. a kind of grouse, attagen Ionicus, Hor.

ShortDef

grouse, attagen Ionicus

Debugging

Headword:
ἀτταγήν
Headword (normalized):
ἀτταγήν
Headword (normalized/stripped):
ατταγην
IDX:
5477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5480
Key:
a)ttagh/n

Data

{'content': 'ἀτταγήν\n a bird, prob. a kind of grouse, attagen Ionicus, Hor.', 'key': 'a)ttagh/n'}